Tuesday 5 April 2011

Αλλού.


Η Ελλάδα καράβι ακυβέρνητο εδώ και χρόνια, κι οι Έλληνες ναύτες τυφλωμένοι από το φαγοπότι στο κατάστρωμα, δεν χρειάστηκε ποτέ να κάνουμε κουπί. Το φαγητό ερχόταν από τα γειτονικά πλοία και οι καπετάνιοι, μας το έδιναν απλόχερα. Μόνο που ταυτόχρονα έδιναν και κομμάτια από το πλοίο ως αντάλλαγμα. Έδωσαν όλα τα κουπιά, το κατάρτι, τα πανιά. Έδωσαν και την άγκυρα οι αθεόφοβοι. Κι εμείς οι ναύτες είδαμε τον ήλιο να μας τυφλώνει τα μάτια και πάλι δεν καταλάβαμε πως έλειπε το πανί. Έμεινε μόνο το τιμόνι αλλά χωρίς την καρίνα, είναι κι αυτό άχρηστο, το καράβι δεν στρίβει. Το φαΐ λιγοστεύει μέρα με την μέρα, οι καπετάνιοι ζητούν πίσω τα ξεροκόμματα που μας πέταγαν. Κάποιοι ναύτες βλασφημούν για την συμφορά στην οποία είναι συνένοχοι και το γνωρίζουν. Άλλοι συνεχίζουν ανεπηρέαστοι να λιάζονται και να απολαμβάνουν λιγοστά ψιχουλάκια σαν να μην συμβαίνει τίποτε. Άλλοι, μετρημένοι σε μια χόυφτα, με αγωνία ψάχνουν να πηδήξουν στο νερό για στεριά ή για γειτονικό καράβι. Αυτοί είναι οι νεότεροι και οι ικανότεροι. Φοβάμαι ότι οι τελευταίοι γνωρίζουν κολύμπι κι έχουν το θάρρος να βουτήξουν στα βαθυά. Το καράβι ερημώνει από νιάτα και γνώση. Το αμπάρι άρχισε να σαπίζει και βάζει νερά. Τα ικανά νεανικά μπράτσα είναι λίγα, δεν φτάνουν να το επισκευάσουν. Θα βουλιάξει.


Μετά από καιρό ταξιδιωτικής απραξίας, βρέθηκα για ένα 4ήμερο-διάλειμμα από την καθημερινότητα στο όχι και τόσο μακρινό Λονδίνο.
Αν και για πολλοστή φορά επισκέπτης της Ευρωπαϊκής μητρόπολης, πρώτη φορά χωρίς την ιδιότητα του φοιτητή. Στο Λονδίνο λοιπόν, είναι αδύνατο να μην συνεπαρθείς από την επιβλητικότητα της αρχιτεκτονικής, τους τεράστιους όγκους των κτιρίων, τα πλατιά πεζοδρόμια, και τους φρενήρεις ρυθμούς που οχήματα αλλά και πεζοί ακολουθούν κατά χιλιάδες σε κάθε γωνία και διαστάυρωση της πόλης. Αυτά όμως ήταν γνωστά, τα είχα ξαναδεί.
Αυτή η φορά ήταν διαφορετική. Αυτή την φορά, επαγγελματίας πια, έχοντας την έδρα μου μόνιμα στη Αθήνα-κατ'επιλογήν- περιηγήθηκα στην πόλη με μία πιο σκοπτική ματιά. Μία ματιά καθόλα αγχωτική και προβληματισμένη.
Παρασκευή πρωί και η διαστάυρωση Regent με Oxford είναι κατάμεστη από καταναλωτές όλων των πολιτισμών. Τα μαγαζιά ασφυκτυούν από κόσμο, η ατμόσφαιρα εντός των καταστημάτων είναι αποπνικτική. Έχω να δω αυτή την εικόνα στην Αθήνα από τα Χριστούγεννα του 2007. Όλοι τους κρατούν τις αγορές τους, συναθροίζονται και χαμογελούν με έναν καταφανή τόνο ικανοποιήσης στα πρόσωπα τους. Τα εστιατόρια και καφέ τριγύρω είναι γεμάτα θαμώνες που απολανβάνουν brunch 20 λιρών, ευθυμούν και ξαποσταίνουν, είτε για τη συνέχιση των αγορών είτε για να επιστρέψουν στα γραφεία τους. Η πόλη πεντακάθαρη από σκουπίδια, προσπάθησα με μανία να βρω λιγοστές γόπες (όχι για να τις καπνίσω). Υπερκαταναλωτικός λαός οι Άγγλοι θα μου πείτε...ναι θα συμφωνήσω.
Οι υπόλοιπες μέρες κύλησαν διαφορετικά. Ποιοτικός χρόνος με φίλους στο Νότινγκ Χιλ, lunch σε γραφικές γάστροπαμπ, απόλαυση μερικών ποτηριών ροζέ και update αφού τόσο καιρό είχαμε να βρεθούμε και πάλι μαζί. Πόσο ωραίο να βλέπεις τους παιδικούς σου φίλους να προοδεύουν και να αναγνωρίζονται ο καθένας στον τομέα του. Και η αναγνώριση....πόσο σπουδαίο συναίσθημα. Μαζί ξεκινήσαμε με όλα τα παιδιά, κοινά εφόδια, κοινές σπουδές, κοινές ευκαιρίες.
Διαφορετικές επιλογές, διαφορετικές πορείες. Η άποψη τους φανερά αποστασιοποιημένη από την ελληνική πραγματικότητα, προσαρμοσμένοι πλήρως στο νέο περιβάλλον. Παρόλα αυτά διόλου περιφρονυτικοί για την οικονομική παρακμή της πατρίδας, αντίθετα, ενημερωμένοι και συμπονετικοί.
Και ξαφνικά μου καρφώνεται η φράση από το πρώτο έτος στο Πανεπιστήμιο, για το κόστος ευκαιρίας. Η θυσία. Δεν μπορείς να κάνεις το ένα και να κάνεις και το άλλο. Οι επιλογές. Οι πορείες. Μαζί ξεκινήσαμε, αλλού βρεθήκαμε. Στην παραγωγικότερη ηλικία της ζωής μου, τρέχω σε έναν κυλυόμενο διάδρομο και μένω στο ίδιο σημείο. Στασιμότητα. Τα λόγια τους κοφτερά για το μέλλον της οικονομίας μας, επιβεβαιώνουν τους φόβους μου και λειαίνουν το όραμά μου. Πού μωρέ; Σε ποιά αγορά; Πού αποφάσισα να επενδύσω την δημιουργική μου σκέψη και την ενέργεια μου;
Όλα στην ζωή είναι θεμα επιλογών. Μου λείπει η ουσιαστική αναγνώριση, το αποτέλεσμα. Δεν ξέρω πόσο θα αντέξω να τρέχω ακόμα χωρίς να πίνω νερό. Μου λείπει η ποιοτική μου φοιτητική ζωή, μου λείπει η αισιοδοξία μου, μου λείπει το όραμα μου. Μου τα πήραν μέσα στην έδρα μου. Η κουβέντα με τους φίλους-τους αποστασιοποιημένους- με βοήθησε. Θα τα ξαναβρω όλα αυτά και πάλι μόνος μου. Το οφείλω στον εαυτό μου. Εδώ ή αλλού.

Απόσπασμα από τον Καπετάν Μιχάλη του Καζαντζάκη:

Πώς να πιστέψουν οι άπιστοι τι θαύματα μπορεί να γεννήσει η πίστη; Ξεχνούν πως η ψυχή του ανθρώπου γίνεται παντοδύναμη, όταν συνεπαρθεί από μια μεγάλη ιδέα. Τρομάζεις όταν, ύστερα από πικρές δοκιμασίες, καταλαβαίνεις πως μέσα μας υπάρχει μια δύναμη πού μπορεί να ξεπεράσει τη δύναμη του ανθρώπου.

Τρομάζεις, γιατί από τη στιγμή που θα καταλάβεις πως υπάρχει η δύναμη αυτή, δεν μπορείς πια να βρείς δικαιολογίες για τις ασήμαντες ή άνανδρες πράξεις σου, για τη ζωή σου τη χαμένη, ρίχνοντας το φταίξιμο στους άλλους. Ξέρεις πια πως εσύ, όχι η τύχη, όχι η μοίρα, μήτε οι άνθρωποι γύρω σου, εσύ μονάχα έχεις, ότι και αν κάνεις, ότι και αν γίνεις, ακέραιη την ευθύνη. Και ντρέπεσαι τότε να περιγελάς όταν μια φλεγόμενη ψυχή ζητάει το αδύνατο.

Καλά πια καταλαβαίνεις πως αυτή ’ναι η αξία του ανθρώπου: να ζητάει και να ξέρει πως ζητάει το αδύνατο και να ’ναι σίγουρος πως θα το φθάσει, γιατί ξέρει πως αν δεν λιποψυχήσει, αν δεν ακούσει τι του κανοναρχάει η λογική, μα κρατάει με τα δόντια την ψυχή του κι εξακολουθεί με πίστη, με πείσμα να κυνηγάει το αδύνατο, τότε γίνεται το θαύμα, που ποτέ ο αφτέρουγος κοινός νούς δεν θα μπορούσε να μαντέψει: το αδύνατο γίνεται δυνατό.

Πάλι οι φρόνιμοι, οι λιγόπιστοι, δίνουν νηφάλιες, πολύ λογικές συμβουλές. Πως μπορεί λένε, μια σπίθα φώς να τα βάλει με τόσο παντοδύναμο σκοτάδι; Όμως ο αληθινός άνδρας δεν απελπίζεται. Ξέρει πως αυτός πως στον άτιμο αλλοπρόσαλλο τούτο κόσμο ζουν, ας είναι και σε λιγοστά στήθια, μερικές θεμελιακές αρχές, θυγατέρες του ανθρώπου, που αυτός τις έπλασε με ιδρώτα, αίμα και κλάματα, κι είναι αθάνατες. Οι περισσότερες γεννήθηκαν στην Ελλάδα. Δύο είναι οι πιο τρανές: η ελευθερία και η αξιοπρέπεια του ανθρώπου.